- μηλοφορίαν
- μηλοφορίᾱν , μηλοφορίαoffice of thefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηλοφορία — μηλοφορία, ἡ (Α) [μηλοφόρος] το έργο τού μηλοφόρου («τὴν παρά Μήδων γενέσθαι Πέρσαις μηλοφορίαν», Αθήν.) … Dictionary of Greek